- ἄγρηθεν
- ἄγρηθεν, Adv.A from the chase, A.R.2.938. [full] ἀγρήθετο· ἠθέλησεν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άγρηθεν — ἄγρηθεν επίρρ. (Α) από την άγρα, από το κυνήγι ή το ψάρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρα + κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
ἄγρηθεν — from the chase indeclform (adverb) ἄ̱γρηθεν , ἀγρέω take aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀγρέω take aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)